Льох στα ελληνικά

Μετάφραση: льох, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπόγειο, κελάρι, κάβα, το κελάρι, κελάρι του
Льох στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • льон στα ελληνικά - λινό, λινάρι, σεντόνια, λευκά είδη, λινά, σεντονιών
  • льотчик στα ελληνικά - πιλότος, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική
  • льоха στα ελληνικά - κελάρι, χοιρομητέρα, χοιρομητέρας, γουρούνα, χοιρομητέρων, θηλυκός χοίρος
  • люб'язний στα ελληνικά - αξιαγάπητος, προσηνής, εξυπηρετικός, φιλόφρων, φιλικός, είδος, είδους, ...
Τυχαίες λέξεις
Льох στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπόγειο, κελάρι, κάβα, το κελάρι, κελάρι του