Люїзит στα ελληνικά
Μετάφραση: люїзит, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάσκος, χαλαρός, ελαστικός, δηλητηριώδες χημικό αέριο, λιουισίτης, λιονισίτη
Μεταφράσεις
- лютість στα ελληνικά - οργίλος, μανία, οργή, Fury, μανίας, μένος
- люцерна στα ελληνικά - σαφής, ευκρινής, τριφύλλι, αλφάλφα, μηδική, μηδικής, αλφαλφα
- ля στα ελληνικά - λα, la, Ια, της La, Το La
- лягаючи στα ελληνικά - κειμένος, βρίσκεται, που βρίσκεται, ξαπλωμένη, βρίσκονται
Τυχαίες λέξεις
Люїзит στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάσκος, χαλαρός, ελαστικός, δηλητηριώδες χημικό αέριο, λιουισίτης, λιονισίτη
Μεταφράσεις: λάσκος, χαλαρός, ελαστικός, δηλητηριώδες χημικό αέριο, λιουισίτης, λιονισίτη