Ελαστικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: ελαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поступливість, піддатливість, юристи, люїзит, податливість, еластичний
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελαστικός
ελαστικός επίδεσμος, ελαστικός τάπητας, ελαστικός αρμόστοκος, ελαστικός παρθενικός υμένας, ελαστικός στόκος, ελαστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ελαστικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ελίσσομαι στα ουκρανικά - підлий, меандр, вигин
- ελίτ στα ουκρανικά - еліта, елітний, еліти
- ελαστικότητα στα ουκρανικά - еластичність, еластичності
- ελαττωματικός στα ουκρανικά - недосконалий, неправильний, ушкоджений, дефектний, хибний, пошкоджений, дефектну, ...
Τυχαίες λέξεις
Ελαστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: поступливість, піддатливість, юристи, люїзит, податливість, еластичний
Μεταφράσεις: поступливість, піддатливість, юристи, люїзит, податливість, еластичний