Малоосвічений στα ελληνικά
Μετάφραση: малоосвічений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταπεινώνω, χαμηλώνω, άνθρωπος με κοινά γούστα, μικρής μορφώσεως, lowbrow
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- малоймовірно στα ελληνικά - απίθανος, απίθανο, πιθανό, απίθανη, μάλλον απίθανο
- малокорисний στα ελληνικά - ανωφελής, ελάχιστη χρήση, περιορισμένη χρήση, μικρή χρήση, μικρή χρησιμότητα, μειωμένη χρησιμότητα
- мальки στα ελληνικά - γεννοβολώ, γεννώ, καβουρντίζω, μαρίδα, τηγανίζω, γόνος, φύτρα, ...
- мальовничий στα ελληνικά - γραφικός, γραφικό, γραφική, γραφικά, γραφικές
Τυχαίες λέξεις
Малоосвічений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταπεινώνω, χαμηλώνω, άνθρωπος με κοινά γούστα, μικρής μορφώσεως, lowbrow
Μεταφράσεις: ταπεινώνω, χαμηλώνω, άνθρωπος με κοινά γούστα, μικρής μορφώσεως, lowbrow