Мореплавство στα ελληνικά
Μετάφραση: мореплавство, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ναυτιλία, πλοήγηση, πλοήγησης, ναυσιπλοΐας, ναυσιπλοΐα, την πλοήγηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- застоюватися στα ελληνικά - λιμνάζει, στάσιμη, στασιμότητα, παραμείνει στάσιμη, στασιμότητας
- заходити στα ελληνικά - κρυφοκοιτάζω, πηγαίνω, πάω, πάει, πάτε, πηγαίνετε
- зі στα ελληνικά - σε, αφού, από, από την, από το, από τις, από τη
- крякати στα ελληνικά - κουρούνα, κομπογιαννίτης, quack, ψέυτικος, κουακ, κομπογιαννίτικη
Τυχαίες λέξεις
Мореплавство στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ναυτιλία, πλοήγηση, πλοήγησης, ναυσιπλοΐας, ναυσιπλοΐα, την πλοήγηση
Μεταφράσεις: ναυτιλία, πλοήγηση, πλοήγησης, ναυσιπλοΐας, ναυσιπλοΐα, την πλοήγηση