Морити στα ελληνικά
Μετάφραση: морити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καυσαέριο, καπνός, εξολοθρεύω, εξολοθρεύσει, εξοντώσουν, εξολοθρεύουν, εξοντώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абсурдний στα ελληνικά - παράλογος, παράλογο, παράλογη, παράλογες, παράλογα
- важкий στα ελληνικά - σοβαρός, αρχηγός, δύσκολος, ηγέτης, ηγήτορας, δύσχρηστος, πολύπλοκος, ...
- відбій στα ελληνικά - βρύση, παρακεντώ, αναπήδηση, ριμπάουντ, ανακάμψει, ανάκαμψη, ανακάμψουν
- записаний στα ελληνικά - εγγεγραμμένος, νηολογημένα, καταχωρηθεί, καταχωριστεί, εγγραφεί
Τυχαίες λέξεις
Морити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καυσαέριο, καπνός, εξολοθρεύω, εξολοθρεύσει, εξοντώσουν, εξολοθρεύουν, εξοντώσει
Μεταφράσεις: καυσαέριο, καπνός, εξολοθρεύω, εξολοθρεύσει, εξοντώσουν, εξολοθρεύουν, εξοντώσει