Мучиться στα ελληνικά

Μετάφραση: мучиться, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρακέτα, υποφέρει, πάσχει, είναι θύμα
Мучиться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • добірний στα ελληνικά - εκλέγω, επιλεγμένα, επιλεγεί, επιλέγεται, επιλεγμένη, επιλεγμένες
  • завод στα ελληνικά - ατελιέ, εργοστάσιο, φυτό, φυτών, φυτού, φυτικών
  • клапоть στα ελληνικά - κομματάκι, ίχνος, απόσχιση, απόκομμα, την απόσχιση
  • кінокамера στα ελληνικά - κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή, κάμερας, φωτογραφικής μηχανής
Τυχαίες λέξεις
Мучиться στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρακέτα, υποφέρει, πάσχει, είναι θύμα