Міцність στα ελληνικά

Μετάφραση: міцність, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εχέγγυος, αξιόπιστος, συνεπής, συγκέντρωση, οχυρό, κάστρο, φρούριο, φερέγγυος, δύναμη, ισχύς, αντοχή, αντοχής, ισχύ
Міцність στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дивергенція στα ελληνικά - απόκλιση, απόκλισης, αποκλίσεις, διαφορά, αποκλίσεων
  • долина στα ελληνικά - κοιλάδα, Valley, κοιλάδας, κοιλάδα του, πεδιάδα
  • зштовхнутися στα ελληνικά - προσκρούω, κανόνι, κλαγγή, αψιμαχία, αντιπαράθεση, συνάντηση, συνάντησης, ...
  • коливайтеся στα ελληνικά - κυμαίνομαι, ταλαντεύομαι, αυξομειώνω, kolyvaytesya
Τυχαίες λέξεις
Міцність στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εχέγγυος, αξιόπιστος, συνεπής, συγκέντρωση, οχυρό, κάστρο, φρούριο, φερέγγυος, δύναμη, ισχύς, αντοχή, αντοχής, ισχύ