Наклеювати στα ελληνικά

Μετάφραση: наклеювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόλλα, πάστα, πάστας, Επικόλληση, πολτό
Наклеювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дросель στα ελληνικά - στραγγαλίζω, φλομώνω, βαλβίδα, πεταλούδας, γκαζιού, γκάζι, της πεταλούδας
  • криво-ніяково στα ελληνικά - άβολα, στραβό, στραβά, κυρτά, τεθλασμένη, τα στραβά
  • кріплення στα ελληνικά - οχύρωση, τονωτικός, στερέωση, στερέωσης, στερεώσεως, πρόσδεσης, προσδέσεως
  • ллючи στα ελληνικά - καλύβα, βρήκα, παράγκα, αποβάλλω, ιδρύω, χύνοντας, έκχυση, ...
Τυχαίες λέξεις
Наклеювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόλλα, πάστα, πάστας, Επικόλληση, πολτό