Κόλλα στα ουκρανικά
Μετάφραση: κόλλα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
клей, клеїти, склеїти, пастила, наклеювати, приклеїти, склеювати, липкий
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόλλα
κόλλα για ύφασμα, κόλλα mod podge, κόλλα pva, κόλλα πλακιδίων τιμές, κόλλα για παζλ, κόλλα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κόλλα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κόλακας στα ουκρανικά - плазувати, нахлібник, підлесник, лестивець, льстец
- κόλαση στα ουκρανικά - кубло, прокляття, пекло, стрімко, навально, ад, АТ, ...
- κόλλημα στα ουκρανικά - паяння, склеювання, склеюванню
- κόλπο στα ουκρανικά - слабкий, фокус, слабий, хитрість, хитрощі, омана, трюк
Τυχαίες λέξεις
Κόλλα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: клей, клеїти, склеїти, пастила, наклеювати, приклеїти, склеювати, липкий
Μεταφράσεις: клей, клеїти, склеїти, пастила, наклеювати, приклеїти, склеювати, липкий