Намацувати στα ελληνικά

Μετάφραση: намацувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πασπατεύω, ψηλαφώ, fumble, αδέξιος χειρισμός
Намацувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аргентинський στα ελληνικά - Αργεντινής, της Αργεντινής, Αργεντινή, γουρλομάτη, σε γουρλομάτη
  • гнисти στα ελληνικά - σαπίζω, hnysty
  • додержувати στα ελληνικά - διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
  • зволожувати στα ελληνικά - κήρυγμα, ομιλία, υγράνετε, βρέξτε, υγραίνεται, υγράνουν
Τυχαίες λέξεις
Намацувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πασπατεύω, ψηλαφώ, fumble, αδέξιος χειρισμός