Намочувати στα ελληνικά

Μετάφραση: намочувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσκεύω, εμποτίζω, μούλιασμα, μούσκεμα, εμποτισμός, διαβροχή, εμποτισμού
Намочувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • волосину στα ελληνικά - τρίχα, μαλλιά, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας
  • душка στα ελληνικά - πάπια, σκύβω, αγαπητός, Αγαπητέ, Αγαπητοί, αγαπητή, Αξιότιμοι
  • змащування στα ελληνικά - λίπανση, λίπανσης, λιπάνσεως, τη λίπανση, η λίπανση
  • лемур στα ελληνικά - δανείζω, κερκοπίθηκος, λεμούριος, lemur, λεμούριο, παπαγάλου
Τυχαίες λέξεις
Намочувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσκεύω, εμποτίζω, μούλιασμα, μούσκεμα, εμποτισμός, διαβροχή, εμποτισμού