Напевно στα ελληνικά
Μετάφραση: напевно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασφαλώς, βέβαια, οριστικά, βεβαίως, σίγουρα, οπωσδήποτε, σαφώς, οριστική
Μεταφράσεις
- зраджений στα ελληνικά - γάμος, πιστός, ευσεβής, πρόδωσε, προδώσει, πρόδωσαν, προδομένοι, ...
- канун στα ελληνικά - παραμονή, Εύα, παραμονές, Eve, την Εύα
- кишеню στα ελληνικά - τσάντα, τσέπη, τσέπης, θύλακα, την τσέπη, θήκη
- матеріаліст στα ελληνικά - υλιστικός, υλιστής, υλιστική, υλιστικής, υλιστικό, υλιστικές
Τυχαίες λέξεις
Напевно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασφαλώς, βέβαια, οριστικά, βεβαίως, σίγουρα, οπωσδήποτε, σαφώς, οριστική
Μεταφράσεις: ασφαλώς, βέβαια, οριστικά, βεβαίως, σίγουρα, οπωσδήποτε, σαφώς, οριστική