Напруження στα ελληνικά
Μετάφραση: напруження, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγχος, στρες, τονίζω, τόνος, ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση
Μεταφράσεις
- багато στα ελληνικά - άφθονος, πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος
- глюкоза στα ελληνικά - γλυκόζη, γλυκόζης, της γλυκόζης, γλυκόζης στο, γλυκόζης του
- дрож στα ελληνικά - τουρτουρίζω, ανατριχίλα, ριγώ, δόνηση, τρεμούλιασμα, τρόμος, τρόμο, ...
- заохочувати στα ελληνικά - διεγείρω, ενθαρρύνω, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουν, την ενθάρρυνση, να ενθαρρύνει
Τυχαίες λέξεις
Напруження στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγχος, στρες, τονίζω, τόνος, ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση
Μεταφράσεις: άγχος, στρες, τονίζω, τόνος, ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση