Στρες στα ουκρανικά

Μετάφραση: στρες, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
напруження, натиск, тиск, тиснення, стрес, стресс
Στρες στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρες

στρες και αρρυθμιες, στρες και ανοσοποιητικο, στρες και εντερο, στρες συνωνυμα, στρες αγχος συμπτωματα, στρες λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στρες στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • στρατώνας στα ουκρανικά - бараки, казарми, барак, барака, бараку
  • στρεβλώνω στα ουκρανικά - перекрутити, викривляти, перекручувати, викривити, твіст, твист
  • στριγγλίζω στα ουκρανικά - безпритульники, жовток, вати, пронизливо
  • στριγκλίζω στα ουκρανικά - кричущий, верескливий, крик, скрик, верещати, кричати, крикнути, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρες στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: напруження, натиск, тиск, тиснення, стрес, стресс