Натяжка στα ελληνικά

Μετάφραση: натяжка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Натяжка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антена στα ελληνικά - κεραία, κεραίας, της κεραίας, κεραιών, την κεραία
  • золотистий στα ελληνικά - χρυσαφένιος, χρυσή, χρυσό, χρυσά, χρυσές
  • котедж στα ελληνικά - εξοχικό σπίτι, παραδοσιακή κατοικία, εξοχικό, cottage, κατοικία
  • кредитування στα ελληνικά - δάνεια, δανείων, τα δάνεια, δάνεια που, των δανείων
Τυχαίες λέξεις
Натяжка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση