Τέντωμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: τέντωμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розтягування, натяжка, розтягнення, протяг, протягом, протязі, протяжність
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τέντωμα
τέντωμα σύρματος, τέντωμα αλυσίδας, τέντωμα στην εγκυμοσύνη, τέντωμα συνώνυμα, τέντωμα σώματος, τέντωμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τέντωμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τένις στα ουκρανικά - теніс, теннис
- τέντα στα ουκρανικά - вкриття, тент, піддашшя, укриття, навіс, палатка, намет
- τέρας στα ουκρανικά - мусони, монстр
- τέρμα στα ουκρανικά - кінець, край, наприкінці
Τυχαίες λέξεις
Τέντωμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розтягування, натяжка, розтягнення, протяг, протягом, протязі, протяжність
Μεταφράσεις: розтягування, натяжка, розтягнення, протяг, протягом, протязі, протяжність