Нахмурити στα ελληνικά

Μετάφραση: нахмурити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνοφρυώνομαι, σκυθρωπιάζω, nahmuryty
Нахмурити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бентежити στα ελληνικά - διασπώ, αποσπώ, συγχέουν, μπερδεύουν, συγχέουμε, συγχέετε, συγχέει
  • викопати στα ελληνικά - σαρκασμός, νύξη, κέντρισμα, σκάβω, ανασκαφή, σκάβουν, dig, ...
  • ластівка στα ελληνικά - μάρτυρας, χελιδόνι, καταπίνω, καταπιούν, καταπιεί, καταπιείτε
  • матінка στα ελληνικά - στιγμή, μητέρα, Η μητέρα, Μητέρας, Μητρική, της Μητέρας
Τυχαίες λέξεις
Нахмурити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνοφρυώνομαι, σκυθρωπιάζω, nahmuryty