Неквапливий στα ελληνικά
Μετάφραση: неквапливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέτρηση, σιγανός, καταμέτρηση, αργός, αργή, βραδεία, αργό, αργά
Μεταφράσεις
- акторський στα ελληνικά - δραματικός, δραματική, δραματικές, δραματικό, δραματικά
- всенародно στα ελληνικά - ευρέως, γενικά, λαό, είναι ευρέως, λαό που
- купи στα ελληνικά - σωρός, σωρό, σωρού, στοίβα, πέλος
- матч-в στα ελληνικά - σε, ταιριάζουν, ταιριάζει, αντιστοιχούν στην, ταιριάζει με, ταιριάζουν με
Τυχαίες λέξεις
Неквапливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέτρηση, σιγανός, καταμέτρηση, αργός, αργή, βραδεία, αργό, αργά
Μεταφράσεις: μέτρηση, σιγανός, καταμέτρηση, αργός, αργή, βραδεία, αργό, αργά