Μέτρηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: μέτρηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неквапливий, ритмічний, виміряний, виважений, вимір, вимірювання
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέτρηση
μέτρηση θερμοκρασίας, μέτρηση πίεσης, μέτρηση οστικής πυκνότητας, μέτρηση χρόνου, μέτρηση μεταβολισμού, μέτρηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μέτρηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μέσος στα ουκρανικά - усереднений, середнє, середня, середній
- μέτοχος στα ουκρανικά - пайовик, акціонер
- μέτριος στα ουκρανικά - середземноморський, релігія, судноплавний, мистецтво, модеми, задовільний, проїзний, ...
- μέτρο στα ουκρανικά - помітно, метеори, розтоплений, вимірювати, виміряти
Τυχαίες λέξεις
Μέτρηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: неквапливий, ритмічний, виміряний, виважений, вимір, вимірювання
Μεταφράσεις: неквапливий, ритмічний, виміряний, виважений, вимір, вимірювання