Ненажерливий στα ελληνικά
Μετάφραση: ненажерливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άπληστος, λαίμαργος, άπληστοι, άπληστους, άπληστο, άπληστη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- валізка στα ελληνικά - βαλίτσα, βαλίτσας, τη βαλίτσα, αποσκευή, η βαλίτσα
- висвітлювати στα ελληνικά - αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, φωτίζει, φωτίσει, φωτίζουν, ανάψει, το φωτισμό
- вісь στα ελληνικά - βασίλειο, άξονας, άξονα, τον άξονα, άξονος, άξονά
- зупинка στα ελληνικά - μένω, στρώμα, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Τυχαίες λέξεις
Ненажерливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άπληστος, λαίμαργος, άπληστοι, άπληστους, άπληστο, άπληστη
Μεταφράσεις: άπληστος, λαίμαργος, άπληστοι, άπληστους, άπληστο, άπληστη