Необов'язковий στα ελληνικά
Μετάφραση: необов'язковий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιττός, προαιρετικός, προαιρετικό, προαιρετική, προαιρετικά, προαιρετικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вередливий στα ελληνικά - ιδιότροπος, εκκεντρικός, δύστροπος, άτακτος, κακό, άτακτο, άτακτα, ...
- вовкулак στα ελληνικά - λάμια, Ghoul, βρικόλακας, λάμιο
- заздрісно στα ελληνικά - ζήλια, enviously, φθονερά, φθόνο, ζήλεια, με ζήλια
- казна στα ελληνικά - θησαυροφυλάκιο, στήθος, ταμείο, ιδίων, Treasury, διαθεσίμων
Τυχαίες λέξεις
Необов'язковий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιττός, προαιρετικός, προαιρετικό, προαιρετική, προαιρετικά, προαιρετικές
Μεταφράσεις: περιττός, προαιρετικός, προαιρετικό, προαιρετική, προαιρετικά, προαιρετικές