Неохота στα ελληνικά
Μετάφραση: неохота, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διστακτικότητα, δισταγμός, απρόθυμος, διστακτικός, απρόθυμα, διστακτικά, απροθυμία, δισταγμό, με δισταγμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гоління στα ελληνικά - ξύρισμα, ξυρίσματος, Το ξύρισμα, ξυριστική, του ξυρίσματος
- запобігти στα ελληνικά - πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
- краплина στα ελληνικά - καταβρέχω, ρανίδα, ουγκιά, παιδάκι, μικρό παιδί, tOT, tOT της, ...
- лепетливий στα ελληνικά - γλαφυρός, κινητός, φλυαρία, babbling, babbling τους, τη φλυαρία, μουρμούρισμα
Τυχαίες λέξεις
Неохота στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διστακτικότητα, δισταγμός, απρόθυμος, διστακτικός, απρόθυμα, διστακτικά, απροθυμία, δισταγμό, με δισταγμό
Μεταφράσεις: διστακτικότητα, δισταγμός, απρόθυμος, διστακτικός, απρόθυμα, διστακτικά, απροθυμία, δισταγμό, με δισταγμό