Διστακτικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: διστακτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неохота, огиду, нехіть, скромний, боязкий, нечіткий, небажання, огида, соромливий, відраза, нерозбірливий, нерішучий, нерішуча
Διστακτικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διστακτικός

διστακτικός συνώνυμο, διστακτικός στα αγγλικα, διστακτικός συνώνυμα, διστακτικός ήρωας, διστακτικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διστακτικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δισκοβολία στα ουκρανικά - диск, метання, кидання, Метание
  • δισταγμός στα ουκρανικά - побоювання, неохота, нерішучість, небажання, заїкуватість, вагання
  • διστακτικότητα στα ουκρανικά - небажання, заїкуватість, неохота, нерішучість, вагання
  • διυλιστήριο στα ουκρανικά - очисний завод
Τυχαίες λέξεις
Διστακτικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: неохота, огиду, нехіть, скромний, боязкий, нечіткий, небажання, огида, соромливий, відраза, нерозбірливий, нерішучий, нерішуча