Несамовитість στα ελληνικά
Μετάφραση: несамовитість, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραλήρημα, σεληνιακός, ενθουσιασμός, βία, βίας, της βίας, τη βία, η βία
Μεταφράσεις
- волокнистий στα ελληνικά - παγανίζω, μίτος, κλωστή, στέλεχος, κυνηγώ, ινώδης, ινώδη, ...
- дегенеративність στα ελληνικά - εκφυλισμό, εκφυλισμού, εκφυλισμός, του εκφυλισμού, τον εκφυλισμό
- забороняє στα ελληνικά - πρόγραμμα, σχέδιο, προβάλλω, απαγορεύει, απαγορεύει τις, απαγορεύει την, απαγορεύεται, ...
- клініка στα ελληνικά - νοσοκομείο, κλινική, κλινικής, ιατρείο, την κλινική, κλινικές
Τυχαίες λέξεις
Несамовитість στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραλήρημα, σεληνιακός, ενθουσιασμός, βία, βίας, της βίας, τη βία, η βία
Μεταφράσεις: παραλήρημα, σεληνιακός, ενθουσιασμός, βία, βίας, της βίας, τη βία, η βία