Нижчестоящий στα ελληνικά
Μετάφραση: нижчестоящий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υφιστάμενος, χαμηλότερος, κάτω, χαμηλότερο, χαμηλότερη, κατώτερο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виклади στα ελληνικά - διατήρηση, περιλήψεις, Σύνοψη, περιλήψεων, el Σύνοψη, συνόψεις
- виштовхувати στα ελληνικά - απελάσει, αποβάλει, απελαύνουν, αποβάλλει, απομακρύνει
- запихати στα ελληνικά - πυγμαχώ, κουτί, κάσα, υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, ...
- курчата στα ελληνικά - κοτόπουλα, κοτόπουλων, τα κοτόπουλα, κοτόπουλων που, κοτόπουλου
Τυχαίες λέξεις
Нижчестоящий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υφιστάμενος, χαμηλότερος, κάτω, χαμηλότερο, χαμηλότερη, κατώτερο
Μεταφράσεις: υφιστάμενος, χαμηλότερος, κάτω, χαμηλότερο, χαμηλότερη, κατώτερο