Υφιστάμενος στα ουκρανικά
Μετάφραση: υφιστάμενος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підчинити, підлеглий, слабе, нижчестоящий, слабке, підпорядкувати, зарості, ток, струм
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υφιστάμενος
υφιστάμενος συνωνυμο, υφιστάμενος μετάφραση, υφιστάμενος συνώνυμο, υφιστάμενος σημασια, υφιστάμενος in english, υφιστάμενος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, υφιστάμενος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- υφαντής στα ουκρανικά - ткав, ткач
- υφηγητής στα ουκρανικά - аудиторія, викладач, преподаватель
- υψόμετρο στα ουκρανικά - розлютити, височина, висотомір, висота, висоти, короткі хвилі, Піднімаються, ...
- υψώνω στα ουκρανικά - поліпшувати, довічний, дощовій, піднімати, підносити, піднести, дощовою, ...
Τυχαίες λέξεις
Υφιστάμενος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: підчинити, підлеглий, слабе, нижчестоящий, слабке, підпорядкувати, зарості, ток, струм
Μεταφράσεις: підчинити, підлеглий, слабе, нижчестоящий, слабке, підпорядкувати, зарості, ток, струм