Новий στα ελληνικά

Μετάφραση: новий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νωπός, φρέσκος, δροσερός, άλλος, ζωντανός, νέος, νέα, νέο, νέων, νέες
Новий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бувший στα ελληνικά - πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
  • відділяти στα ελληνικά - χωρίζω, χωριστός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
  • динаміт στα ελληνικά - δυναμίτης, δυναμίτιδα, δυναμίτη, δυναμίτιδας, δυναμίτες
  • караульний στα ελληνικά - φρουρός, φύλακα, φύλακας, νυχτοφύλακα, νυχτοφύλακας
Τυχαίες λέξεις
Новий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νωπός, φρέσκος, δροσερός, άλλος, ζωντανός, νέος, νέα, νέο, νέων, νέες