Νωπός στα ουκρανικά
Μετάφραση: νωπός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вогкий, прісний, змочити, вологий, свіжий, змочувати, новий, вологість, свіже, свіжа
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νωπός
νωπόσ αέρασ, νωπός λεξικό, νωπός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, νωπός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- νωθρός στα ουκρανικά - навчання, убогий, вбогий, бідний, убогу
- νωθρότητα στα ουκρανικά - лінивець, лінюху, ленивец, лінивий
- νωρίς στα ουκρανικά - ранній, рано, зарано
- νωχελής στα ουκρανικά - лінощі, інертний, лінивий, повільний, млявий, ледачий, ледача
Τυχαίες λέξεις
Νωπός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вогкий, прісний, змочити, вологий, свіжий, змочувати, новий, вологість, свіже, свіжа
Μεταφράσεις: вогкий, прісний, змочити, вологий, свіжий, змочувати, новий, вологість, свіже, свіжа