Німіти στα ελληνικά
Μετάφραση: німіти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύπνος, κοιμάμαι, τσίμπλα, ύπνου, ύπνο, του ύπνου, τον ύπνο
Μεταφράσεις
- виплачувати στα ελληνικά - απαλλάσσω, αθωώνω, πληρωμή, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
- вісімка στα ελληνικά - οκτάβα, οκτάβας, της οκτάβας, οκτάβες
- кафе στα ελληνικά - καφενείο, Cafe, καφέ, καφετέρια, καφετέριες
- качання στα ελληνικά - κολοκύθι, κολοκύθα, kachannya
Τυχαίες λέξεις
Німіти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύπνος, κοιμάμαι, τσίμπλα, ύπνου, ύπνο, του ύπνου, τον ύπνο
Μεταφράσεις: ύπνος, κοιμάμαι, τσίμπλα, ύπνου, ύπνο, του ύπνου, τον ύπνο