Облагороджений στα ελληνικά

Μετάφραση: облагороджений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιοπρεπής, επιβλητικός, ennobled, εξευγενισμένο, εξευγενίζεται, εξευγένιζε, εξευγενίζουν
Облагороджений στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • багатоокий στα ελληνικά - μάνα, μαμά, bahatookyy
  • батарейка στα ελληνικά - μπαταρία, συστοιχία, μπαταρίας, της μπαταρίας, μπαταριών, συσσωρευτή
  • демагог στα ελληνικά - δημαγωγός, δημαγωγού, δημαγωγό, του δημαγωγού
  • ландскнехт στα ελληνικά - φανός, φανάρι, φαναράκι, επαγγελματίες, Επαγγελματιών, ακοντιστές, lancers, ...
Τυχαίες λέξεις
Облагороджений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιοπρεπής, επιβλητικός, ennobled, εξευγενισμένο, εξευγενίζεται, εξευγένιζε, εξευγενίζουν