Обладнувати στα ελληνικά
Μετάφραση: обладнувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μηχανικός, διορίζω, ορίζω, μηχανεύομαι, εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- біомаса στα ελληνικά - βιομάζα, βιομάζας, της βιομάζας, τη βιομάζα, η βιομάζα
- вилікування στα ελληνικά - παστώνω, αλατίζω, καπνίζω, θεραπεύω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, ...
- займистість στα ελληνικά - ευφλεκτότητα, ευφλεκτότητας, αναφλεξιμότητας, εύφλεκτα, καυσιμότητα
- змістовий στα ελληνικά - περιεχόμενα, περιεχόμενο, περιεχομένου, περιεχομένων, το περιεχόμενο
Τυχαίες λέξεις
Обладнувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μηχανικός, διορίζω, ορίζω, μηχανεύομαι, εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν
Μεταφράσεις: μηχανικός, διορίζω, ορίζω, μηχανεύομαι, εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν