Μηχανεύομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: μηχανεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інженер, обладнувати, обладнати, затівати, починати, розпочинати
Μηχανεύομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μηχανεύομαι

μηχανεύομαι συνώνυμα, μηχανεύομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μηχανεύομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μηχανάκι στα ουκρανικά - димний, паруючий, закопчений, мотоцикл
  • μηχανή στα ουκρανικά - засіб, строкатий, паровоз, механізм, кошт, кошти, двигун, ...
  • μηχανικός στα ουκρανικά - обладнувати, інженер, обладнати, конструктор, Инженер
  • μηχανισμός στα ουκρανικά - механіка, механізм
Τυχαίες λέξεις
Μηχανεύομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: інженер, обладнувати, обладнати, затівати, починати, розпочинати