Обміркований στα ελληνικά
Μετάφραση: обміркований, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συλλογιστικός, συλλογισμός, πολιτικός, ενημέρωσε, συνιστάται, συμβουλεύονται, συμβούλευσε, ενημερώνονται
Μεταφράσεις
- ваговитий στα ελληνικά - βαρυσήμαντος, βαρύς, βαρύ, βαρύνουσα, σπουδαία
- гандикап στα ελληνικά - μειονέκτημα, χάντικαπ, μειονεκτήματος, αναπηρία, αναπηρίας
- дранка στα ελληνικά - βότσαλο, τόρνος, clapboard, στόχο τον πλήρη αποκλεισμό
- збільшити στα ελληνικά - μεγεθύνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Τυχαίες λέξεις
Обміркований στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συλλογιστικός, συλλογισμός, πολιτικός, ενημέρωσε, συνιστάται, συμβουλεύονται, συμβούλευσε, ενημερώνονται
Μεταφράσεις: συλλογιστικός, συλλογισμός, πολιτικός, ενημέρωσε, συνιστάται, συμβουλεύονται, συμβούλευσε, ενημερώνονται