Συλλογιστικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: συλλογιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обміркований, syllogistical
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλογιστικός
συλλογιστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συλλογιστικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συλλογικός στα ουκρανικά - колегіальний, колективний, колектив, колективу
- συλλογισμός στα ουκρανικά - силогізм, обміркований, тонкий, міркування, розмірковування, роздуми
- συλλυπητήρια στα ουκρανικά - знеболювання, уболівання, співчуття
- συμβάν στα ουκρανικά - случай, подія, залягання, місцезнаходження, поширення, подію, обставина
Τυχαίες λέξεις
Συλλογιστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: обміркований, syllogistical
Μεταφράσεις: обміркований, syllogistical