Обійматися στα ελληνικά
Μετάφραση: обійматися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγκαλιάζω, αγκάλιασμα, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, αγκαλιά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- венозна στα ελληνικά - διέξοδος, τρύπα, φλεβικός, φλεβική, φλεβικής, φλεβικού, φλεβικό
- випинатися στα ελληνικά - διογκώνω, προεξοχή, φουσκώνω, διόγκωση, εξόγκωμα, διόγκωσης
- глибокий στα ελληνικά - βαθύς, κατάκαρδα, βαθύτατα, φοβερός, βαθιά, βαθύ, βάθος, ...
- кілі στα ελληνικά - Κίελο, kiel, Κιέλου, το Κίελο, του Κιέλου
Τυχαίες λέξεις
Обійматися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγκαλιάζω, αγκάλιασμα, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, αγκαλιά
Μεταφράσεις: αγκαλιάζω, αγκάλιασμα, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, αγκαλιά