Око στα ελληνικά
Μετάφραση: око, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благодійництво στα ελληνικά - ψυχικό, φιλανθρωπία, Φιλανθρωπικά, Φιλανθρωπική, Φιλανθρωπικό, Charity
- жахіття στα ελληνικά - φοβερός, τρόμος, τρομερός, εφιάλτης, εφιάλτη, τον εφιάλτη, εφιαλτικό, ...
- живо στα ελληνικά - ζωηρός, ζωντανή, πολυσύχναστη, ζωντανό, ζωηρή
- консорціум στα ελληνικά - κονσόρτσιουμ, κοινοπραξία, κοινοπραξίας, consortium, της κοινοπραξίας
Τυχαίες λέξεις
Око στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Μεταφράσεις: οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού