Опала στα ελληνικά

Μετάφραση: опала, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσμένεια, ντροπή, όνειδος, αίσχος, ατίμωση
Опала στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бджільництво στα ελληνικά - μελισσοκομία, μελισσοκομίας, μελισσοκομικών, μελισσοκομικό, της μελισσοκομίας
  • затискувати στα ελληνικά - σφίγγω, συσφίγγω, συνδετήρας, κλιπ, clip, συνδετήρα, σφιγκτήρα
  • знімачі στα ελληνικά - τροχαλία, διαβρωτικά, διαβρωτικών, αποξεστικά, αποξεστικών, τα διαβρωτικά
  • кормити στα ελληνικά - καλλιεργώ, τρέφω, να ταΐσει, να τροφοδοτήσει, για να τροφοδοτήσει, να θρέψουν, να θρέψει
Τυχαίες λέξεις
Опала στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσμένεια, ντροπή, όνειδος, αίσχος, ατίμωση