Опришкуватий στα ελληνικά
Μετάφραση: опришкуватий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπαθής, βιαστικός, φλογερός, παθιασμένος, εσπευσμένος, opryshkuvatyy
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арбітр στα ελληνικά - διαιτητής, αναγωγή, αναφορά, διαιτητή, διαιτητή να, ο διαιτητής
- каятися στα ελληνικά - μετανοώ, μετανιώνω, μετανοήσουν, μετανοήσει, μετανοήσουμε
- купка στα ελληνικά - φουρνιά, ψηφοφορία, ψηφοδέλτιο, ψηφοφορίας, ψήφο
- матеріалів στα ελληνικά - υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών
Τυχαίες λέξεις
Опришкуватий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπαθής, βιαστικός, φλογερός, παθιασμένος, εσπευσμένος, opryshkuvatyy
Μεταφράσεις: εμπαθής, βιαστικός, φλογερός, παθιασμένος, εσπευσμένος, opryshkuvatyy