Βιαστικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: βιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
швидкий, поверховий, опришкуватий, різкий, бистрий, запальний, поспішний, поспішне, квапливий, поспішна
Βιαστικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βιαστικός

βιαστικός αγγλικά, ο βιαστικός, βιαστικός συνώνυμο, βιαστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βιαστικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • βιαιοπραγία στα ουκρανικά - напад, атака, нападати, штурм, штурмувати, акумулятор, аккумулятор
  • βιασμός στα ουκρανικά - ненажерливість, жадобу, жадібність, жадоба, викрадення, згвалтування, зґвалтування
  • βιασύνη στα ουκρανικά - квапливість, поспішність, линути, спішити, поспіх, поспішати, очеретяний, ...
  • βιβλίο στα ουκρανικά - забронювати, книжковий, книга, бронювати, книжка
Τυχαίες λέξεις
Βιαστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: швидкий, поверховий, опришкуватий, різкий, бистрий, запальний, поспішний, поспішне, квапливий, поспішна