Παθιασμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: παθιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жагучий, пристрасний, опришкуватий, полум'яний, гарячий, огненний, палкий, пристрасна
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παθιασμένος
παθιασμένος συνώνυμο, παθιασμένοσ συνώνυμα, παθιασμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, παθιασμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- παθητικό στα ουκρανικά - пасиви, обов'язки, зобов'язання, борги, зобов'язань, зобов`язання
- παθητικός στα ουκρανικά - пасивний, безчинний, бездіяльний
- παθογόνος στα ουκρανικά - патогенний
- παθολογία στα ουκρανικά - патологія
Τυχαίες λέξεις
Παθιασμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: жагучий, пристрасний, опришкуватий, полум'яний, гарячий, огненний, палкий, пристрасна
Μεταφράσεις: жагучий, пристрасний, опришкуватий, полум'яний, гарячий, огненний, палкий, пристрасна