Оптово στα ελληνικά
Μετάφραση: оптово, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υγιεινός, θρεπτικός, χονδρική πώληση, Χονδρικό, Χονδρική, χονδρικού, χονδρικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- департамент στα ελληνικά - τμήμα, υπηρεσία, Τμήματος, Υπουργείο, υπηρεσίας
- звинуватити στα ελληνικά - κατηγορία, φροντίδα, κατηγορώ, ευθύνη, μομφή, φταίξιμο, υπαιτιότητας
- коренистий στα ελληνικά - ρίζα, ριζώδης, Rooty, με πολλές ρίζες
- любій στα ελληνικά - παραβγαίνω, ακριβός, δαπανηρός, αντίζηλος, αντίπαλος, αγαπητός, Αγαπητέ, ...
Τυχαίες λέξεις
Оптово στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υγιεινός, θρεπτικός, χονδρική πώληση, Χονδρικό, Χονδρική, χονδρικού, χονδρικής
Μεταφράσεις: υγιεινός, θρεπτικός, χονδρική πώληση, Χονδρικό, Χονδρική, χονδρικού, χονδρικής