Ортодоксальний στα ελληνικά

Μετάφραση: ортодоксальний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορθόδοξος, ορθόδοξη, ορθόδοξο, ορθόδοξες, ορθόδοξης
Ортодоксальний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вантаження στα ελληνικά - γέμισμα, ναυτιλία, χορταστικός, αποστολή, σφράγισμα, φόρτωση, φόρτωσης, ...
  • втомити στα ελληνικά - εξαντλώ, κουράζω, λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό
  • змовник στα ελληνικά - συνωμότης, συνωμότη, συμμορίας, μέλος συμμορίας, αρχισυνωμότης
  • знімати στα ελληνικά - συλλέγω, κασμάς, μαζεύω, πεζεύω, κατεδαφίζω, αφαίρεση, αφαιρέστε, ...
Τυχαίες λέξεις
Ортодоксальний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορθόδοξος, ορθόδοξη, ορθόδοξο, ορθόδοξες, ορθόδοξης