Осередок στα ελληνικά
Μετάφραση: осередок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κελί, κύτταρο, εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блискати στα ελληνικά - επικρίνω, απαστράπτω, δριμύτατα, φλας, Flash, λάμψης, το Flash, ...
- відлюдний στα ελληνικά - σκοτεινός, δυσνόητος, κρύβω, ακοινώνητος, ακοινώνητες, αντικοινωνικών, ακοινώνητοι, ...
- забіякуватий στα ελληνικά - εριστικός, εριστική, μαχητική, Προσφορές εριστικός
- збуджено στα ελληνικά - αναστατωμένα, ενθουσιασμό, με ενθουσιασμό, πάθος, ενθουσιασμένη
Τυχαίες λέξεις
Осередок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κελί, κύτταρο, εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης
Μεταφράσεις: κελί, κύτταρο, εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης