Оскільки στα ελληνικά
Μετάφραση: оскільки, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
από, αφού, σαν, γιατί, διότι, όπως, επειδή, λόγω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- громохкий στα ελληνικά - hromohkyy
- завдатковий στα ελληνικά - προσχώνω, επαναθέτω, ίζημα, zavdatkovyy
- збовтувати στα ελληνικά - ξετινάζω, ταρακουνήσει, ταρακουνήσει την, να ταρακουνήσει, ταρακουνήσουν
- лану στα ελληνικά - ουρά, φούστα, αγρόκτημα, Farm, φάρμα, Γεωργικά, Κτίσμα
Τυχαίες λέξεις
Оскільки στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: από, αφού, σαν, γιατί, διότι, όπως, επειδή, λόγω
Μεταφράσεις: από, αφού, σαν, γιατί, διότι, όπως, επειδή, λόγω