Отвір στα ελληνικά

Μετάφραση: отвір, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπεραστικός, παρακεντώ, βρύση, μάτι, οπή, οφθαλμός, τρύπα, οπής, οπών, τρύπας
Отвір στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • високий στα ελληνικά - έντονος, ψηλός, οξυδερκής, ισχυρός, αλύγιστος, οξύς, άκαμπτος, ...
  • вочевидь στα ελληνικά - φαινομενικά, προφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι
  • відхилитися στα ελληνικά - εκτρέπομαι, περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, περιπλανηθούν
  • керуючий στα ελληνικά - κυβερνήτης, λειτουργίας, λειτουργικές, λειτουργικό, λειτουργικών, λειτουργικά
Τυχαίες λέξεις
Отвір στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπεραστικός, παρακεντώ, βρύση, μάτι, οπή, οφθαλμός, τρύπα, οπής, οπών, τρύπας