Пайовик στα ελληνικά

Μετάφραση: пайовик, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέτοχος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων
Пайовик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • асесор στα ελληνικά - εκτιμητής, αξιολογητή, βαθμολογητή, αξιολογητής, βαθμολογητής
  • ген στα ελληνικά - γονίδιο, γονιδίου, γονίδιο που, γονιδιακή, γονιδιακής
  • деградувати στα ελληνικά - εξευτελίζω, εκφαυλίζω, υποβαθμίζω, καθαιρώ, υποβαθμίσει, υποβαθμίζουν, να υποβαθμίσει, ...
  • дотепник στα ελληνικά - μαρτυρώ, μάρτυρας, πνεύμα, wit, εξυπνάδα, το πνεύμα, ευφυΐα
Τυχαίες λέξεις
Пайовик στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέτοχος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων