Палкий στα ελληνικά
Μετάφραση: палкий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυρακτωμένος, ζωηρά, ενθουσιώδης, βίαιος, θερμός, σφοδρός, παθιασμένος, παθιασμένοι, παθιασμένη, παθιασμένο, με πάθος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блювотний στα ελληνικά - εμετικό, εμετική, εμετικών, εμετικές, εμετικού
- дзенькіт στα ελληνικά - φόρος, διόδια, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
- зіпсуття στα ελληνικά - αποτυχία, διαφθορά, δωροδοκία, διαφθοράς, της διαφθοράς, δωροδοκίας
- культивувати στα ελληνικά - μεγαλώνω, αυξάνομαι, καλλιεργώ, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, καλλιεργηθείτε
Τυχαίες λέξεις
Палкий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυρακτωμένος, ζωηρά, ενθουσιώδης, βίαιος, θερμός, σφοδρός, παθιασμένος, παθιασμένοι, παθιασμένη, παθιασμένο, με πάθος
Μεταφράσεις: πυρακτωμένος, ζωηρά, ενθουσιώδης, βίαιος, θερμός, σφοδρός, παθιασμένος, παθιασμένοι, παθιασμένη, παθιασμένο, με πάθος