Πυρακτωμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: πυρακτωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
палкий, жар, гарячий, палаючий, палає, палаюче, що палає
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυρακτωμένος
πυρακτωμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πυρακτωμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πυξίδα στα ουκρανικά - обсяг, компас, Кампус
- πυρήνας στα ουκρανικά - сердечник, центр, селючка, качан, стрижень, ядро, селюк
- πυρακτώνομαι στα ουκρανικά - жевріти, жар, сяяти, запал, отжигать, відпалювати, пом'якшіться, ...
- πυραμίδα στα ουκρανικά - піраміда, пирамида, піраміду
Τυχαίες λέξεις
Πυρακτωμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: палкий, жар, гарячий, палаючий, палає, палаюче, що палає
Μεταφράσεις: палкий, жар, гарячий, палаючий, палає, палаюче, що палає