Паралельно στα ελληνικά
Μετάφραση: паралельно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταυτόχρονα, παράλληλα, εκ παραλλήλου, εν παραλλήλω, παραλλήλως, παραλλήλου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бадьорість στα ελληνικά - σφρίγος, φρεσκάδα, φαιδρότητα, κέφι, ευθυμία, cheerfulness, το κέφι
- висловлюватися στα ελληνικά - μιλούν, μιλήσει, μιλήσουν, μιλήσω, οφείλετε να το
- відновлений στα ελληνικά - επιπλήττω, επίπληξη, κατσαδιάζω, αποκατασταθεί, ανακαινισμένο, αποκαθίσταται, αποκαταστάθηκε, ...
- зачати στα ελληνικά - συλλάβουν, συλλάβει, συλλάβουμε, σύλληψη, σύλληψης
Τυχαίες λέξεις
Паралельно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταυτόχρονα, παράλληλα, εκ παραλλήλου, εν παραλλήλω, παραλλήλως, παραλλήλου
Μεταφράσεις: ταυτόχρονα, παράλληλα, εκ παραλλήλου, εν παραλλήλω, παραλλήλως, παραλλήλου